Η Τόσκα μία από τις δημοφιλέστερες παραγωγές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ανεβαίνει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 16 Ιανουαρίου και για επτά παραστάσεις, σε σκηνοθεσία Νίκου Σ. Πετρόπουλου και μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού.
«Έζησα για την τέχνη, έζησα για τον έρωτα, ποτέ δεν έβλαψα ζωντανή ψυχή», τραγουδά η Τόσκα, η αριστουργηματική ηρωίδα του Πουτσίνι.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η όπερα υπήρξε ο προάγγελος του κινηματογράφου. Η παραγωγή της δημοφιλούς όπερας Τόσκα από την Εθνική Λυρική Σκηνή ρίχνει γέφυρες ανάμεσα στις δύο τέχνες, παρουσιάζοντας την γνωστή ιστορία… φωτισμένη διαφορετικά και με ένα ιδιαίτερα εκρηκτικό τρίο πρωταγωνιστών.
Η δράση που τόσο απασχολούσε το συνθέτη Τζάκομο Πουτσίνι, εκτυλίσσεται σε ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε κινηματογραφικές δημιουργίες του είδους φιλμ νουάρ, ενισχύοντας την αίσθηση της αγωνίας αλλά και προσδίδοντας μία διαφορετική αισθητική οπτική.
Η Φλόρια Τόσκα, διάσημη τραγουδίστρια όπερας, είναι ερωτευμένη με τον ζωγράφο Μάριο Καβαραντόσσι. Ο Σκάρπια, αρχηγός της αστυνομίας, συλλαμβάνει τον Καβαραντόσσι, που παρείχε άσυλο σε έναν πολιτικό φυγά. Όταν η Τόσκα εκλιπαρεί τον Σκάρπια να απελευθερώσει τον εραστή της, εκείνος δέχεται, αλλά υπό έναν όρο: να υποκύψει στις σεξουαλικές του ορέξεις. Η Τόσκα συμφωνεί να ενδώσει στον Σκάρπια, ωστόσο την κρίσιμη στιγμή τον εκδικείται. Όμως, ο Καβαραντόσσι δεν γυρνά στο πλευρό της ποτέ πια…
Η πλοκή μεταφέρεται στη Ρώμη του 1944, παρωδία Ανοχύρωτης πόλης, γεμάτη πρόσφυγες, κατασκόπους, διπλούς πράκτορες, πληροφοριοδότες, συνεργούς Γερμανών, δωσίλογους, βασανιστές, φυγάδες. Μέσα στον πάταγο των συμμαχικών βομβαρδισμών, η Τόσκα μετατρέπεται σε ρεαλιστικό ιστορικό δράμα.
Στην Τόσκα υπάρχουν σαφείς αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα, τόπους, γεγονότα και πολιτικές πεποιθήσεις. Ο Πουτσίνι δεν ήθελε να δημιουργήσει μία αληθοφανή όπερα, αλλά ρεαλιστική. Γι’ αυτό και ταξίδεψε μέχρι τη Ρώμη, προκειμένου να ακούσει τις καμπάνες του Αγ. Πέτρου από την κορυφή του φρουρίου του Αγ. Αγγέλου έτσι ώστε να τις αποδώσει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια τη στιγμή της αυτοκτονίας της Τόσκα. Ο «ρεαλισμός» που κατά βάση ενδιέφερε τον Πουτσίνι ήταν αυτός της αγριότητας των καταστάσεων και των εντάσεων ανάμεσα στους πρωταγωνιστές. Η μουσική της Τόσκα παραμένει πιστή στην ιταλική παράδοση, δίνοντας το προβάδισμα στην ανθρώπινη φωνή, την οποία ο συνθέτης πλαισιώνει ηχοχρωματικά και εκφραστικά με μεγάλη φαντασία.
Η Τόσκα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Κοστάντσι της Ρώμης στις 14 Ιανουαρίου 1900. Στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής μπήκε στις 27 Αυγούστου 1942, μεσούσης της γερμανικής κατοχής, με την 19χρονη Μαρία Κάλλας (τότε ακόμα Καλογεροπούλου) στον κεντρικό ρόλο.
«Έζησα για την τέχνη, έζησα για τον έρωτα, ποτέ δεν έβλαψα ζωντανή ψυχή», τραγουδά η Τόσκα, η αριστουργηματική ηρωίδα του Πουτσίνι.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η όπερα υπήρξε ο προάγγελος του κινηματογράφου. Η παραγωγή της δημοφιλούς όπερας Τόσκα από την Εθνική Λυρική Σκηνή ρίχνει γέφυρες ανάμεσα στις δύο τέχνες, παρουσιάζοντας την γνωστή ιστορία… φωτισμένη διαφορετικά και με ένα ιδιαίτερα εκρηκτικό τρίο πρωταγωνιστών.
Η δράση που τόσο απασχολούσε το συνθέτη Τζάκομο Πουτσίνι, εκτυλίσσεται σε ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε κινηματογραφικές δημιουργίες του είδους φιλμ νουάρ, ενισχύοντας την αίσθηση της αγωνίας αλλά και προσδίδοντας μία διαφορετική αισθητική οπτική.
Η Φλόρια Τόσκα, διάσημη τραγουδίστρια όπερας, είναι ερωτευμένη με τον ζωγράφο Μάριο Καβαραντόσσι. Ο Σκάρπια, αρχηγός της αστυνομίας, συλλαμβάνει τον Καβαραντόσσι, που παρείχε άσυλο σε έναν πολιτικό φυγά. Όταν η Τόσκα εκλιπαρεί τον Σκάρπια να απελευθερώσει τον εραστή της, εκείνος δέχεται, αλλά υπό έναν όρο: να υποκύψει στις σεξουαλικές του ορέξεις. Η Τόσκα συμφωνεί να ενδώσει στον Σκάρπια, ωστόσο την κρίσιμη στιγμή τον εκδικείται. Όμως, ο Καβαραντόσσι δεν γυρνά στο πλευρό της ποτέ πια…
Η πλοκή μεταφέρεται στη Ρώμη του 1944, παρωδία Ανοχύρωτης πόλης, γεμάτη πρόσφυγες, κατασκόπους, διπλούς πράκτορες, πληροφοριοδότες, συνεργούς Γερμανών, δωσίλογους, βασανιστές, φυγάδες. Μέσα στον πάταγο των συμμαχικών βομβαρδισμών, η Τόσκα μετατρέπεται σε ρεαλιστικό ιστορικό δράμα.
Στην Τόσκα υπάρχουν σαφείς αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα, τόπους, γεγονότα και πολιτικές πεποιθήσεις. Ο Πουτσίνι δεν ήθελε να δημιουργήσει μία αληθοφανή όπερα, αλλά ρεαλιστική. Γι’ αυτό και ταξίδεψε μέχρι τη Ρώμη, προκειμένου να ακούσει τις καμπάνες του Αγ. Πέτρου από την κορυφή του φρουρίου του Αγ. Αγγέλου έτσι ώστε να τις αποδώσει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια τη στιγμή της αυτοκτονίας της Τόσκα. Ο «ρεαλισμός» που κατά βάση ενδιέφερε τον Πουτσίνι ήταν αυτός της αγριότητας των καταστάσεων και των εντάσεων ανάμεσα στους πρωταγωνιστές. Η μουσική της Τόσκα παραμένει πιστή στην ιταλική παράδοση, δίνοντας το προβάδισμα στην ανθρώπινη φωνή, την οποία ο συνθέτης πλαισιώνει ηχοχρωματικά και εκφραστικά με μεγάλη φαντασία.
Η Τόσκα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Κοστάντσι της Ρώμης στις 14 Ιανουαρίου 1900. Στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής μπήκε στις 27 Αυγούστου 1942, μεσούσης της γερμανικής κατοχής, με την 19χρονη Μαρία Κάλλας (τότε ακόμα Καλογεροπούλου) στον κεντρικό ρόλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας!