Μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με αφορμή την παράσταση “Débrayage”, που παρουσιάζεται από το ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία Χριστίνας Χατζηβασιλείου, στο Νέο Υπερώο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
«Η Γαλλία βλέπει και ακούει με ιδιαίτερη ανησυχία όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα σήμερα, θα έλεγα και με κάποια σύγχυση γιατί οι Γάλλοι φοβούνται ότι αυτά θα συμβούν και στη Γαλλία. Το θέμα είναι τώρα να μη βιώσουμε ένα καταστρεπτικό πέρασμα προς την άκρα δεξιά. Έχω την εντύπωση ότι ο κόσμος νοιώθει ότι παίξαμε όλα τα χαρτιά...». Αυτό τόνισε μεταξύ άλλων ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Ρεμί Ντε Βος, στη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε σήμερα το πρωί στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης με θέμα παράσταση “Débrayage”: Από τη Γαλλία του 1994 στην Ελλάδα της κρίση».
Η παράσταση “Débrayage”, πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Γενικού Προξενείου της Γαλλίας και του Γαλλικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης.
Στη συζήτηση, την οποία συντόνιζε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΚΘΒΕ Γιάννης Βούρος, εκτός από το συγγραφέα, συμμετείχαν ο Γενικός Πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη & Γενικός Διευθυντής Γαλλικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης Christophe Le Rigoleur, η Πρόεδρος του Δ. Σ. του ΚΘΒΕ Μένη Λυσαρίδου, η σκηνοθέτης της παράστασης Χριστίνα. Χατζηβασιλείου και η σκηνοθέτης και μεταφράστρια Έρση Βασιλικιώτη.
Ο Ρεμί Ντε Βος στην αρχική τοποθέτησή του συνέκρινε την γαλλική με την ελληνική ακροδεξιά, διατυπώνοντας την άποψη ότι «δεν μοιάζουν τόσο πολύ».
Από την πλευρά του ο κ. Christophe Le Rigoleur τόνισε ότι «αυτό που μετρά σήμερα πολύ είναι ότι Ελλάδα και Γαλλία έχουν κοινή μοίρα και αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις, όπως είναι η θέση της Ευρώπης στον σημερινό κόσμο, οι πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές επιδράσεις της παγκοσμιοποίησης και το μέλλον των κοινωνιών μας».
Στη συζήτηση, την οποία συντόνιζε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΚΘΒΕ Γιάννης Βούρος, εκτός από το συγγραφέα, συμμετείχαν ο Γενικός Πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη & Γενικός Διευθυντής Γαλλικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης Christophe Le Rigoleur, η Πρόεδρος του Δ. Σ. του ΚΘΒΕ Μένη Λυσαρίδου, η σκηνοθέτης της παράστασης Χριστίνα. Χατζηβασιλείου και η σκηνοθέτης και μεταφράστρια Έρση Βασιλικιώτη.
Ο Ρεμί Ντε Βος στην αρχική τοποθέτησή του συνέκρινε την γαλλική με την ελληνική ακροδεξιά, διατυπώνοντας την άποψη ότι «δεν μοιάζουν τόσο πολύ».
Από την πλευρά του ο κ. Christophe Le Rigoleur τόνισε ότι «αυτό που μετρά σήμερα πολύ είναι ότι Ελλάδα και Γαλλία έχουν κοινή μοίρα και αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις, όπως είναι η θέση της Ευρώπης στον σημερινό κόσμο, οι πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές επιδράσεις της παγκοσμιοποίησης και το μέλλον των κοινωνιών μας».
Αναφορικά με το έργο του Ντε Βος χαρακτήρισε «τρομακτικό επίκαιρο» το “Débrayage” και είπε ότι «έχει ενδιαφέρον γιατί θέτει πολλά ζητήματα που αφορούν τη θέση του ανθρώπου στο σύγχρονο οικονομικό σύστημα». Σχετικά με την παράσταση, τόνιζε ότι οι ηθοποιοί εκφράζουν με πολύ δυνατό τρόπο το θέμα της απελπισίας που εκτρέφει τον εξτρεμισμό, το λαϊκισμό και την ξενοφοβία. Έθεσε δε το ερώτημα εάν μπορεί η αναζήτηση της οικονομικής ανάπτυξης να δικαιολογεί την υποβάθμιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
«Η γνωριμία μου με το έργο του Ντε Βος έγινε πριν δύο χρόνια όταν διάβασα το βιβλίο του ‘‘Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος’’» είπε η Μ. Λυσαρίδου, χαρακτηρίζοντας το “Débrayage” «γροθιά στο στομάχι». Αναζητώντας τα ερεθίσματα που οδήγησαν τον συγγραφέα να γράψει το συγκεκριμένο έργο, έκανε αναφορά στις δύο μεγάλες αλλαγές που έζησε η Ευρώπη και ο κόσμος στις αρχές της δεκαετίες του ’90, την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ «που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμασταν ως τότε την Ευρώπη». Στην Ελλάδα είχαμε μεγάλο περιθώριο να προετοιμαστούμε, υποστήριξε, τονίζοντας ότι «πάντοτε είχαμε ένα δίπολο: από τη μια ο ελληνοκεντρισμός, που θεωρούσε ότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη κανέναν, και από την άλλη ο φιλοευρωπαϊσμός, ότι η Ελλάδα είναι μια καθυστερημένη χώρα και υιοθετούσε άκριτα οτιδήποτε ερχόταν από την Ευρώπη».
«Ο κ. Ντε Βος είδε πράγματα για τα οποία κανείς διανοούμενος ή πολιτικός δεν μας είχε προετοιμάσει» είπε και αναρωτήθηκε, δανειζόμενη φράσεις από το “Débrayage” «Ποιος θα κάνει την επανάσταση; Ποιος θα τραβήξει μπροστά;». «Δεν μπορώ να δώσω απάντηση σ’ αυτό, ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας που αναφέρει στο έργο του ότι ‘‘Κάποτε ο Μαρξισμός εξέφρασε μία τάξη. Σήμερα ο καθένας από μόνος του είναι μία τάξη’’».
«Οι άνθρωποι του θεάτρου απέφευγαν να δείξουν στον κόσμο το πραγματική κατάσταση. Όταν έπεσε στα χέρια μου το “Débrayage” στην Ελλάδα δεν είχαμε πέσει ακόμη στην κρίση, ζούσαμε σε μια κατάσταση ευδαιμονίας» είπε η κ. Βασιλικιώτη. «Είναι περίεργο αλλά όταν άρχισα να το μεταφράζω είχα στο νου μου ότι κάποια πράγματα υπήρχαν στη φαντασίωση του συγγραφέα, όμως αποδείχθηκε ότι συνήθως οι συγγραφείς έχουν κεραίες και αντιλαμβάνονται πράγματα που θα συμβούν στο μέλλον» συμπλήρωσε.
«Το ΚΘΒΕ διανύει ένα καινούριο δρόμο με φρέσκο ανανεωμένο αέρα και είναι πολύ ωραίο να τον αναπνέουμε σ’ αυτήν την πόλη» είπε από την πλευρά της η σκηνοθέτιδα Χρ. Χατζηβασιλείου, η οποία ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισαν οι συντελεστές της παράστασης το έργο του Ντε Βος. «Είναι επισφαλές το επάγγελμα του ηθοποιού, επομένως ο καθένας είχε βιώσει μια σχεδόν ανάλογη εμπειρία με αυτή που βρίσκουμε στο έργο. Άρα είχαμε μια πλούσια συναισθηματική τράπεζα από την οποία μπορούσαμε να ανακαλούμε στιγμές για να δούμε ποιοι είναι οι μοχλοί που μας κινητοποιούν να επιβιώσουμε απέναντι στην ανεργία» συμπλήρωσε, ευχαριστώντας τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή και τη Διοίκηση του ΚΘΒΕ για τη συνεργασία στο ανέβασμα του “Débrayage” .
«Θεωρώ αυτονόητο ότι ένα Κρατικό Θέατρο οφείλει να αφουγκράζεται την κοινωνία» είπε κλείνοντας ο Γ. Βούρος, κάνοντας αναφορά σε άλλες δύο παραγωγές που ανεβαίνουν αυτή την περίοδο από το ΚΘΒΕ και έχουν κοινωνικό και αντιφασιστικό χαρακτήρα: «Το Ραφτάδικο» και την «Πτωτική Άνοδο του Αρτούρο Ούι». Ένα Κρατικό Θέατρο, είπε, πρέπει με τη θεματολογία του να τοποθετεί καθρέφτες μπροστά στα μάτια του κοινού» κατέληξε συγχαίροντας τη σκηνοθέτιδα για τη ριζοσπαστική ματιά σε ένα έργο που γράφτηκε πριν 20 χρόνια».
Τέλος, στην παρέμβασή του ο συγγραφέας Ρεμί Ντε Βος είπε ότι το “Débrayage” ήταν πάντοτε δύσκολο και περίεργο έργο ακόμη και για τη Γαλλία» καθώς γράφτηκε μετά την πτώση της ΕΣΣΔ που οδήγησε σε κρίση τη Γαλλία και την Ευρώπη, ιδίως εξαιτίας του τέλους της διπολικότητας. «Ακούγοντάς σας αντιλαμβάνομαι γιατί είναι δύσκολο να ανεβεί ένα τέτοιο έργο στην Ελλάδα σήμερα, όπου έχουμε ένα σύνολο διαδοχικών κρίσεων» τόνισε. «Δεν ήταν πολιτικά ορθό να ασχολούμαστε με τέτοια θέματα, γι’ αυτό ήταν πολύ δύσκολο έργο για να το ανεβάσουμε στη Γαλλία. Χρειάζεται πολύ μεγάλο θάρρος να ανεβάσει κανείς μια τέτοια παράσταση» κατέληξε.
«Η γνωριμία μου με το έργο του Ντε Βος έγινε πριν δύο χρόνια όταν διάβασα το βιβλίο του ‘‘Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος’’» είπε η Μ. Λυσαρίδου, χαρακτηρίζοντας το “Débrayage” «γροθιά στο στομάχι». Αναζητώντας τα ερεθίσματα που οδήγησαν τον συγγραφέα να γράψει το συγκεκριμένο έργο, έκανε αναφορά στις δύο μεγάλες αλλαγές που έζησε η Ευρώπη και ο κόσμος στις αρχές της δεκαετίες του ’90, την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ «που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμασταν ως τότε την Ευρώπη». Στην Ελλάδα είχαμε μεγάλο περιθώριο να προετοιμαστούμε, υποστήριξε, τονίζοντας ότι «πάντοτε είχαμε ένα δίπολο: από τη μια ο ελληνοκεντρισμός, που θεωρούσε ότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη κανέναν, και από την άλλη ο φιλοευρωπαϊσμός, ότι η Ελλάδα είναι μια καθυστερημένη χώρα και υιοθετούσε άκριτα οτιδήποτε ερχόταν από την Ευρώπη».
«Ο κ. Ντε Βος είδε πράγματα για τα οποία κανείς διανοούμενος ή πολιτικός δεν μας είχε προετοιμάσει» είπε και αναρωτήθηκε, δανειζόμενη φράσεις από το “Débrayage” «Ποιος θα κάνει την επανάσταση; Ποιος θα τραβήξει μπροστά;». «Δεν μπορώ να δώσω απάντηση σ’ αυτό, ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας που αναφέρει στο έργο του ότι ‘‘Κάποτε ο Μαρξισμός εξέφρασε μία τάξη. Σήμερα ο καθένας από μόνος του είναι μία τάξη’’».
«Οι άνθρωποι του θεάτρου απέφευγαν να δείξουν στον κόσμο το πραγματική κατάσταση. Όταν έπεσε στα χέρια μου το “Débrayage” στην Ελλάδα δεν είχαμε πέσει ακόμη στην κρίση, ζούσαμε σε μια κατάσταση ευδαιμονίας» είπε η κ. Βασιλικιώτη. «Είναι περίεργο αλλά όταν άρχισα να το μεταφράζω είχα στο νου μου ότι κάποια πράγματα υπήρχαν στη φαντασίωση του συγγραφέα, όμως αποδείχθηκε ότι συνήθως οι συγγραφείς έχουν κεραίες και αντιλαμβάνονται πράγματα που θα συμβούν στο μέλλον» συμπλήρωσε.
«Το ΚΘΒΕ διανύει ένα καινούριο δρόμο με φρέσκο ανανεωμένο αέρα και είναι πολύ ωραίο να τον αναπνέουμε σ’ αυτήν την πόλη» είπε από την πλευρά της η σκηνοθέτιδα Χρ. Χατζηβασιλείου, η οποία ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισαν οι συντελεστές της παράστασης το έργο του Ντε Βος. «Είναι επισφαλές το επάγγελμα του ηθοποιού, επομένως ο καθένας είχε βιώσει μια σχεδόν ανάλογη εμπειρία με αυτή που βρίσκουμε στο έργο. Άρα είχαμε μια πλούσια συναισθηματική τράπεζα από την οποία μπορούσαμε να ανακαλούμε στιγμές για να δούμε ποιοι είναι οι μοχλοί που μας κινητοποιούν να επιβιώσουμε απέναντι στην ανεργία» συμπλήρωσε, ευχαριστώντας τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή και τη Διοίκηση του ΚΘΒΕ για τη συνεργασία στο ανέβασμα του “Débrayage” .
«Θεωρώ αυτονόητο ότι ένα Κρατικό Θέατρο οφείλει να αφουγκράζεται την κοινωνία» είπε κλείνοντας ο Γ. Βούρος, κάνοντας αναφορά σε άλλες δύο παραγωγές που ανεβαίνουν αυτή την περίοδο από το ΚΘΒΕ και έχουν κοινωνικό και αντιφασιστικό χαρακτήρα: «Το Ραφτάδικο» και την «Πτωτική Άνοδο του Αρτούρο Ούι». Ένα Κρατικό Θέατρο, είπε, πρέπει με τη θεματολογία του να τοποθετεί καθρέφτες μπροστά στα μάτια του κοινού» κατέληξε συγχαίροντας τη σκηνοθέτιδα για τη ριζοσπαστική ματιά σε ένα έργο που γράφτηκε πριν 20 χρόνια».
Τέλος, στην παρέμβασή του ο συγγραφέας Ρεμί Ντε Βος είπε ότι το “Débrayage” ήταν πάντοτε δύσκολο και περίεργο έργο ακόμη και για τη Γαλλία» καθώς γράφτηκε μετά την πτώση της ΕΣΣΔ που οδήγησε σε κρίση τη Γαλλία και την Ευρώπη, ιδίως εξαιτίας του τέλους της διπολικότητας. «Ακούγοντάς σας αντιλαμβάνομαι γιατί είναι δύσκολο να ανεβεί ένα τέτοιο έργο στην Ελλάδα σήμερα, όπου έχουμε ένα σύνολο διαδοχικών κρίσεων» τόνισε. «Δεν ήταν πολιτικά ορθό να ασχολούμαστε με τέτοια θέματα, γι’ αυτό ήταν πολύ δύσκολο έργο για να το ανεβάσουμε στη Γαλλία. Χρειάζεται πολύ μεγάλο θάρρος να ανεβάσει κανείς μια τέτοια παράσταση» κατέληξε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας!